οξινίζω

οξινίζω
[όξινος]
1. ξινίζω, καθιστώ κάτι ξινό
2. γίνομαι ξινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οξίνιση — η [οξινίζω] 1. το ξίνισμα, η μετατροπή σε ξινό, σε ξίδι 2. αλλοίωση τροφής με μεταβολή τής γεύσης της σε όξινη, εξαιτίας οξικής ζύμωσης …   Dictionary of Greek

  • οξίνισμα — το [οξινίζω] το ξίνισμα, η οξίνιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”